- λιποθύμημα
- το , λιποθύμία, λιποθύμιά η обморок; потеря сознания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιποθύμημα — το (Μ λιποθύμημα) [λιποθυμώ] η λιποθυμία, το λιποθύμισμα … Dictionary of Greek
λιποθύμισμα — το [λιποθυμώ] το λιποθύμημα, η λιποθυμία … Dictionary of Greek